- μεταφυτεύει
- μεταφυτεύωtransplantpres ind mp 2nd sgμεταφυτεύωtransplantpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταφυτευτής — ο [μεταφυτεύω] 1. αυτός που μεταφυτεύει 2. ειδικό εργαλείο που μοιάζει με φτυάρι και χρησιμοποιείται για τη μεταφύτευση … Dictionary of Greek